- ἐπανῃρημένος
- ἐπαναιρέομαιperf part mp masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναιρώ — ἐπαναιρῶ, έω (AM) μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι 2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον 3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον… … Dictionary of Greek